μόγησα

μόγησα
μογέω
toil
aor ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μογήσας — μογήσᾱς , μογέω toil aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μογήσασαν — μογήσᾱσαν , μογέω toil aor part act fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μογέω — (ΑΜ) κατασκευάζω με κόπο, εκπονώ αρχ. 1. μοχθώ, κοπιάζω, καταπονούμαι, ταλαιπωρούμαι («ἐξ ἔργων μογέοντες», Ομ. Οδ.) 2. υποφέρω, υπομένω, δοκιμάζω («μάλα πολλὰ πάθον καὶ πολλὰ μόγησα», Ομ. Ιλ.) 3. πονώ, θλίβομαι, ασθενώ («συμπονήσατε τῷ νῡν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”